Υποχρεώσεις που δεν τελειώνουν ποτέ, γρήγοροι ρυθμοί ζωής, μεγάλος φόρτος εργασίας, οικογενειακές υποχρεώσεις και όλα αυτά αφήνουν τελικά χρόνο για 1 με 2 γεύματα την ημέρα, τα οποία ελπίζουμε να καλύψουν τις ανάγκες του οργανισμού μας που δεν σταματούν ποτέ. Τα επίπεδα σακχάρου μετά από κάθε γεύμα αυξάνουν, δίνοντας μας προς στιγμή έξαρση ενέργειας, αλλά σύντομα μετά το φαγητό, τα επίπεδα αυτά πέφτουν χαμηλότερα σε σχέση με πριν.Τα 5 ή 6 μικρά γεύματα είναι ο ιδανικός τρόπος διαχείρισης της τροφής και η βάση μιας ισορροπημένης καθημερινής σωστής διατροφικής συνήθειας.
Τί ακριβώς όμως πετυχαίνουμε στην πράξη;
Βοηθάει το να διαχειριζόμαστε την όρεξη και το αίσθημα της πείνας- κορεσμού αντίστοιχα, να ρυθμίζουμε τα επίπεδα σακχάρου στο αίμα, να υποστηρίζουμε έναν υψηλό μεταβολισμό άρα και υψηλό επίπεδο καύσεων, να διατηρούμε ομαλή πέψη καθώς τα επιμέρους κύρια γεύματα δεν θα χρειάζεται να είναι τόσο μεγάλα (προϋπάρχοντας ήδη κορεσμός στο στομάχι από τα ενδιάμεσα σνακ),και τέλος να «γλιτώνουμε» καθημερινά θερμίδες εξηγώντας αναλυτικά παρακάτω πως αυτό συμβαίνει.
Κάθε φορά που ο οργανισμός μπαίνει στη διαδικασία να επιτελέσει κάποια λειτουργία, χρειάζεται να καταναλώσει ενέργεια ή αλλιώς να κάψει χιλιοθερμίδες για να το επιτύχει. Η πέψη κοστίζει ενεργειακά στον οργανισμό περίπου το 10% του βασικού μεταβολισμού. Αν θεωρητικά επομένως έχουμε βασικό μεταβολισμό ίσο με 1500 θερμίδες, ένα κυρίως γεύμαθα χρειαστεί περίπου 150 θερμίδες για την πέψη του. Σε περίπτωση που τα γεύματα είναι περισσότερα και σωστά κατανεμημένα σε μικρότερες μερίδες, θεωρητικά θα μπορούσαμε να πούμε ότι είναι δυνατό να επιτύχουμε θερμιδική καύση 450, 500 ή και 600 θερμίδων extra την ημέρα. Αν αναλογιστούμε ότι περίπου με 1 ώρα μέτριας αερόβιας άσκησης ξοδεύουμε 300 θερμίδες, το κέρδος είναι σημαντικό.