Είναι γνωστό ότι η ελληνική κουζίνα δεν έχει τίποτα να ζηλέψει από άλλες κουζίνες, ούτε σε ποικιλία γεύσεων, ούτε σε ποσότητα, αλλά κυρίως ούτε σε δημιουργικότητα. Κι αν δεν είναι δημιουργικότητα το γεγονός ότι οι Έλληνες έχουν εντάξει, εδώ και πάρα πολλά χρόνια, στο μενού της ελληνικής κουζίνας, τα σαλιγκάρια και τα βατραχοπόδαρα και μάλιστα με τεράστια επιτυχία, τότε, τί είναι;

Τόσο τα σαλιγκάρια, όσο και τα βατραχοπόδαρα, αποτελούν καταπληκτικές λιχουδιές και εκλεκτά πιάτα, όχι μόνο για τους γευσιγνώστες, αλλά και για εκείνους που δεν λένε όχι σε ιδιαίτερες γεύσεις. Την ίδια στιγμή έχουν κατακτήσει θέσεις υψηλού επιπέδου στις ευρωπαϊκές κουζίνες, με έμφαση τη Γαλλία που έχει αναγάγει, κυρίως τα βατραχοπόδαρα, σε ένα από τα πιο εκλεπτυσμένα πιάτα της κουζίνας της.

Τα βατραχοπόδαρα από το αγαπητό πράσινο αμφίβιο, που ζει στις λίμνες των Ιωαννίνων, αλλά και αλλού, είναι γευστικότατα και τρώγονται με πάρα πολλούς τρόπους, κυρίως ως ορεκτικό, καθώς θεωρείται εξαιρετικός μεζές για κρασί, τσίπουρο και φυσικά… σαμπάνια.

Από τα βατραχοπόδαρα, τρώμε μόνο τα πίσω μπούτια, τα οποία θυμίζουν έντονα τη γεύση τρυφερού κοτόπουλου, αλλά με λιγότερες θερμίδες! Το κρέας τους είναι πολύ μαλακό, νόστιμο, ενώ οι ντόπιοι ισχυρίζονται ότι βοηθάει και στα ρευματικά. Οι συνταγές για τα βατραχοπόδαρα δεν στερούνται φαντασίας, αλλά αν βρεθείτε πότε στο δίλημμα, η πρότασή μας είναι να τα φάτε τηγανιτά, παναρισμένα με αλεύρι και αβγό για να νιώσετε τη νοστιμιά τους.

Τα σαλιγκάρια, από την άλλη, έχουν πολλά διατροφικά πλεονεκτήματα, καθώς το κρέας τους είναι μία εξαιρετικά πλούσια πηγή σιδήρου, ανώτερη και από το κόκκινο κρέας, ενώ έχουν και υψηλή περιεκτικότητα σε πρωτεΐνη. Το σημαντικό είναι ότι και αυτός ο μεζές έχει πολύ λίγες θερμίδες και διαθέτει ευεργετική δράση, μιας και λειτουργεί προληπτικά τόσο σε αλλεργίες, όσο και σε κατάθλιψη και άλλες ασθένειες του νευρικού συστήματος.

Σε περίπτωση που θέλετε να μαγειρέψετε σαλιγκάρια, φροντίστε να τα καθαρίσετε πολύ καλά. Ένας εύκολος και αρκετά διαδεδομένος τρόπος καθαρισμούς είναι ο εξής:

Τοποθετούμε τα σαλιγκάρια σε μία λεκάνη ή σε έναν κουβά με νερό και τα σκεπάζουμε με ένα καπάκι, επάνω στο οποίο τοποθετούμε κάτι βαρύ. Εαν δεν είναι αρκετά βαρύ, τα σαλιγκάρια θα αναζητήσουν τρόπο διαφυγής. Τα αφήνουμε για έξι περίπου ώρες, προκειμένου να βγουν από το “σπιτάκι” τους.

Στη συνέχεια, τα πλένουμε και τα βάζουμε σε μεγάλη κατσαρόλα με κρύο νερό και απευθείας τα τοποθετούμε στη φωτιά. Μόλις αρχίσουν να βράζουν, τα ξαφρίζουμε καλά και μετά από είκοσι λεπτά περίπου προσθέτουμε ξύδι και αλάτι. Αυτό, το κάνουμε για να βγάλουν όλα τα σάλια τους, οπότε ξαφρίζουμε μέχρι το νερό να είναι καθαρό. Μια ώρα μετά, τα αφαιρούμε από τη φωτιά, χύνουμε το νερό και τα αφήνουμε να κρυώσουν. Τα σαλιγκάρια είναι έτοιμα για μαγείρεμα, αφού τα ξεπλύνουμε λίγες φορές ακόμα.  Αν ακόμα δεν έχετε πειστεί να δοκιμάσετε αυτές τις περίεργες μεν, νοστιμότατες δε, λιχουδιές, μάθετε κι αυτό: όσοι είναι θετικοί στο να δοκιμάσουν βατραχοπόδαρα και σαλιγκάρια, θεωρούνται ανοιχτόμυαλοι, ευέλικτοι και πολύ προσαρμοστικοί.

Μετά από τόσα πλεονέκτηματα, δύσκολα θα πει κάνεις όχι σε αυτή την πρόταση…

 

Δημήτρης Σκαρμούτσος